ἐπικλήσεις

ἐπικλήσεις
ἐπίκλησις
surname
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπίκλησις
surname
fem nom/acc pl (attic)
ἐπικλάω
bend
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐπικλάω
bend
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • наречениѥ — НАРЕЧЕНИ|Ѥ (41), ˫А с. 1.Название, наименование, прозвание: Иже аще къто имѧ приимъ хрьсть˫аньства рѹгаѥтьсѧ х҃ѹ. нѣсть пользы ѥмѹ отъ наречена˫а. (ἀπὸ τῆς προσηγορίας) КЕ XII, 191б; приѥмлюще ина нѣка˫а баснослови˫а. въносѧть •л҃• вѣкъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Georg Wentzel — (* 26. Oktober 1862 in Oppeln; † 18. Dezember 1919 in Berlin) war ein deutscher Klassischer Philologe. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Literatur 3 Weblinks …   Deutsch Wikipedia

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωποκτονία — Έγκλημα κατά της ζωής, το οποίο κατά την ποινική νομοθεσία μπορεί να υπαχθεί σε έναν ορισμένο αριθμό ειδικότερων περιπτώσεων. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι με το έγκλημα προκαλείται ο θάνατος ενός προσώπου. Το αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • διοπόμπησις — διοπόμπησις, η (Α) η απομάκρυνση τού κακού με εξιλαστήρια θυσία ή επικλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + πέμπω «στέλνω»] …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …   Dictionary of Greek

  • συνεπάδω — ποιητ. τ. συνεπαείδω Α 1. ψάλλω μαζί με κάποιον («ἰὼ νεανίδες, συνεπαείδετ Ἄρτεμιν», Ευρ.) 2. άδω συγχρόνως επωδή, λέγω μαγικές επικλήσεις ταυτοχρόνως με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπᾴδω «τραγουδώ, τραγουδώ ως επωδή, χρησιμοποιώ ξόρκια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”